- βοϊβόδας
- και βόιβοντας, οβλ. βοεβόδας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βοεβόδας — βοεβόδας, ο και βοϊβόδας, ο και βόιβοντας, ο (λ. σλαβ.), στρατιωτικός διοικητής ή ηγεμόνας στους Σλάβους και τους Τούρκους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)